Γκέκο (Gecko)
Γένος μικρόσωμων σαυρόμορφων ερπετών της οικογένειας των γκεκονιδών, αλλά και περιληπτική κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών της οικογένειας, τα οποία στη χώρα μας είναι γνωστά κυρίως με την κοινή ονομασία σαμιαμίδια. Γενικά, πρόκειται για χερσόβιες σαύρες με φαρδύ, πεπλατυσμένο κεφάλι και κορμό και παχιά, πλατιά ουρά. Η κοιλιά τους καλύπτεται από φολίδες, ενώ η ράχη παρουσιάζει κεράτινα φυμάτια, μεταξύ των οποίων εκτείνεται το γυμνό δέρμα. Τα τέσσερα πόδια τους έχουν πλατιά δάχτυλα και είναι εφοδιασμένα στην κάτω επιφάνεια με μικροσκοπικά όργανα προσκόλλησης, σαν βεντούζες, που επιτρέπουν στα ζώα να μετακινούνται κάθετα, ακόμα και στις πιο λείες επιφάνειες.
Οι σαύρες αυτές εσφαλμένα θεωρούνται δηλητηριώδεις και επικίνδυνες· είναι αβλαβείς και συχνά χρήσιμες, γιατί τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με έντομα. Συλλαμβάνουν τη λεία τους τη νύχτα, με τη μυώδη και πλατιά γλώσσα τους, το κολλώδες άκρο της οποίας εκτείνεται ελεύθερο σαν παγίδα. Τα ερπετά αυτά παράγουν με τη γλώσσα τους έναν ήχο που σε μερικά είδη ανταποκρίνεται προς τη συλλαβή γκεκ· σε αυτό το γεγονός οφείλεται η κοινή ονομασία τους. Έχουν ακίνητα βλέφαρα και στα περισσότερα είδη τα μάτια καλύπτονται από μια διαφανή, παχιά προστατευτική μεμβράνη, σαν φακός, την οποία καθαρίζουν με τη γλώσσα.
Τα αυθεντικά μέλη του γένους διαβιούν στη νοτιοανατολική Ασία, όπου είναι διαδεδομένο ένα από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος είδη, το Gecko gecko, γνωστό με την κοινή τοπική ονομασία κάι ή τουκάι. Το σώμα του φτάνει σε μήκος τα 35 εκ. και είναι γκρίζο με κοκκινωπές κηλίδες. Πρόκειται για νυκτόβια σαύρα η οποία ζει στα δέντρα και σε γκρεμούς, όπου τρέφεται κυρίως με έντομα. Το τουκάι πωλείται και ως κατοικίδιο ζώο, αλλά παρουσιάζει ιδιόρρυθμη συμπεριφορά και μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνα δήγματα.
Από τα γ. των συγγενικών γενών, το είδος Tarentola mauritanica είναι πολύ κοινό στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο· στην Ελλάδα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία σαμιαμίδι, όπως και τα άλλα δύο είδη της ελληνικής πανίδας. Ζει στις πέτρες και σε παλιούς τοίχους, κυρίως παράκτιων και νησιωτικών περιοχών. Την ημέρα, και ιδιαίτερα τις ζεστές ώρες, παραμένει ακίνητο ή κρυμμένο στις ρωγμές, ενώ τη νύχτα εγκαταλείπει το καταφύγιό του για να κυνηγήσει μύγες, κουνούπια, πεταλούδες και αράχνες.
Το σώμα του φτάνει σε μήκος τα 15 εκ. και έχει χρώμα γκρίζο ή ανοιχτό καστανό, ποικιλόχρωμο στις επάνω περιοχές και κιτρινωπό στις κατώτερες. Το σαμιαμίδι έχει την ικανότητα να αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον του. Δύο δάχτυλα κάθε ποδιού διαθέτουν γαμψώνυχες.
Στην Ελλάδα, είναι πολύ κοινό και το είδος Hemidactylus turcicus (γνωστό σε ορισμένες περιοχές και με την κοινή ονομασία μολυντήρι), μήκους 9-10 εκ. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εμφανίζεται στις αυλές και στους τοίχους. Το σώμα του είναι κοκκινόφαιο στη ράχη και λευκωπό στην κοιλιά. Είναι επίσης ιθαγενές της βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της δυτικής Ινδίας, αλλά μέσω των πλοίων έχει μεταφερθεί και διαδοθεί σε πολλές τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Αμερικής.
Το είδος Cyrtodactylus kotschyi, μήκους περίπου 8 εκ., φέρει μακριά και κυρτά δάχτυλα. Το χρώμα του είναι γκριζωπό προς καστανόφαιο με σκούρες εγκάρσιες ρίγες και μεταβάλλεται ανάλογα με το περιβάλλον. Ζει σε όλη την Ελλάδα, στις νότιες περιοχές της Ιταλίας και σε μερικές περιοχές της βόρειας Αφρικής και της δυτικής Ασίας.
Στη νοτιοδυτική Ευρώπη είναι διαδεδομένο το είδος Phyllodactylus europaeus (κοινώς, σαμιαμιδάκι), μήκους μόλις 7 εκ., που οφείλει την επιστημονική ονομασία του στη φυλλοειδή μορφή των δαχτύλων του. Η σαύρα αυτή δεν συναντάται στην Ελλάδα, ενώ διάφορα είδη του ίδιου γένους υπάρχουν στην Ασία, στην τροπική Αμερική και στην Αυστραλία.
Το είδος Uroplatus fimbriatus συναντάται στη Μαδαγασκάρη. Το σώμα του έχει μήκος 25-30 εκ. και το χρώμα του είναι όμοιο με αυτό του φλοιού των δέντρων, πάνω στα οποία ζει.
Το είδος Ptychozoon homalocephalum (κοινώς, ιπτάμενο γ.) ζει στη νοτιοανατολική Ασία. Το σώμα του, μήκους περίπου 20 εκ., έχει σκοτεινό πορφυρό χρώμα με καστανόχρωμες και σκούρες λωρίδες. Ζει στα δέντρα και πηδά με ευχέρεια από το ένα κλαδί στο άλλο σαν να πετά, αναπτύσσοντας τη δερματική πτύχωση που έχει στις πλευρές του.
Το πιο γνωστό είδος γ. της βόρειας Αμερικής είναι ο Coleonyx variegatus, ο οποίος έχει κιτρινωπό σώμα με χαρακτηριστικές σκούρες ραβδώσεις και κηλίδες.

γυμνοδάκτυλος (Gymnodactylus)
Γένος σαυροειδών ερπετών της οικογένειας των γκεκονιδών· η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει πολλά είδη σαυρών τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γκέκο.