Κροκόδειλοι (Crocodilia)
Κοινή ονομασία των αντιπροσώπων της τάξης κροκοδείλια. Έχουν όλοι το ίδιο σχήμα σώματος, το οποίο αποτελείται από ένα κεφάλι που βρίσκεται σε οριζόντια θέση μπροστά από το σώμα, τέσσερα κοντά άκρα που εκτείνονται πλευρικά και μία ογκώδη και μυώδη ουρά, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εκτός από το κολύμπι, και ως αμυντικό μέσο. Το δέρμα καλύπτεται από κεράτινες πλάκες (φολίδες), αποτελούμενες από την πρωτεΐνη κερατίνη, οι οποίες σχηματίζουν ένα είδος πανοπλίας· ωστόσο, σε αντίθεση με τα φίδια, οι κ. δεν υφίστανται έκδυση. Τα πρόσθια άκρα έχουν πέντε χωριστά δάχτυλα, ενώ τα οπίσθια μόνο τέσσερα, μερικώς ενωμένα με μεμβράνη κατάλληλη για κολύμβηση, ενώ όλα είναι εφοδιασμένα με νύχια. Οι κ. χαρακτηρίζονται από την ιδιοτυπία ότι το τέταρτο δόντι της κάτω γνάθου τους είναι ορατό, ακόμα και όταν το ζώο έχει το στόμα κλειστό.
Τα μάτια βρίσκονται στο πάνω μέρος του κεφαλιού και είναι αρκετά κοντά το ένα με το άλλο, ώστε να επιτρέπουν διοφθάλμια όραση. Το στόμα είναι μεγάλο και φέρει πολυάριθμα κωνικά, δυνατά δόντια, σφηνωμένα σε φατνία. Ο ουρανίσκος είναι οστέινος και η γλώσσα κολλημένη στο στοματικό δάπεδο. Η καρδιά των κ. είναι τετράχωρη, όπως των θηλαστικών και των πτηνών, ωστόσο υπάρχει ένας πόρος που ενώνει τη δεξιά και την αριστερή κοιλία και επιτρέπει μερική ανάμειξη του αίματος. Οι κ. είναι ποικιλόθερμα (ψυχρόαιμα, δηλαδή στηρίζονται στο περιβάλλον για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματός τους) και ωοτόκα ζώα· αποθέτουν τα αβγά τους σε οπές που σκάβουν τα θηλυκά άτομα στην άμμο και τις οποίες σκεπάζουν με φυτικά υπολείμματα, ώστε να τις κάνουν αόρατες. Τα αβγά, που ζεσταίνονται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, εκκολάπτονται μετά από 7-8 εβδομάδες.
Οι κ. ζουν κατά αγέλες, μερικές φορές πολυάριθμες, στους βάλτους και κατά μήκος των ποταμών των μεσοτροπικών περιοχών. Είναι περίφημοι κολυμβητές, αλλά βαδίζουν άσχημα και αργά. Βγαίνουν στην ξηρά μόνο για να ζεσταθούν στον ήλιο ή για να αποθέσουν τα αβγά τους. Είναι αδηφάγοι και τρέφονται με ασπόνδυλα και σπονδυλωτά, κατορθώνοντας να καταπίνουν ογκώδεις λείες· μάλιστα, το στομάχι τους είναι το πιο όξινο μεταξύ των σπονδυλωτών και επιτρέπει στα κ. να πέψουν ακόμα και τα οστά και τα όστρακα των θηραμάτων τους. Ο κ. του Νείλου (Crocodylus niloticus) αφθονούσε άλλοτε σε ολόκληρο τον ρου του ποταμού. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον λάτρευαν ως θεότητα· γι’ αυτό και συναντώνται μούμιες κ. σε πολλούς από τους τάφους τους. Ο κ. αυτός, με μήκος 4-6 μ., έχει έναν επίφοβο εχθρό, τη μαγκούστα που τρέφεται με τα αβγά του. Και οι άνθρωποι όμως συνέβαλαν στην εξαφάνισή του από τη βόρεια Αίγυπτο, γιατί τον κυνηγούσαν αμείλικτα για το κρέας του, που το χρησιμοποιούσαν για τροφή, και για το δέρμα του, με το οποίο κατασκευάζονται δερμάτινα είδη. Σήμερα το είδος αυτό αφθονεί μόνο στους ποταμούς και στις λίμνες της τροπικής Αφρικής, και προπάντων στη Μαδαγασκάρη, όπου στις αμμουδιές κοντά στα ποτάμια βλέπει κανείς δεκάδες κ. ακίνητους κατά την περίοδο της ξηρασίας· μόλις όμως αρχίζουν οι βροχές, ξαναβρίσκουν τη ζωτικότητά τους και επιτίθενται σε οποιαδήποτε ζωντανή λεία, ακόμα και όταν είναι πιο ογκώδης από αυτούς, όπως τα βόδια. Τη λεία που σκοτώνουν δεν την τρώνε αμέσως, αλλά την αφήνουν μερικές μέρες να σιτέψει ή να μαλακώσει σε μία κρυψώνα.
Για να διευκολύνουν την πέψη, οι κ. καταπίνουν χαλίκια, που χρησιμεύουν στο άλεσμα των τροφών στο στομάχι. Ένα μικρό πουλί, ο Pluvianus aegyptius, γνωστός με την κοινή ονομασία φύλακας του κ., ζει με το μεγαλόσωμο ερπετό και το απαλλάσσει από τα παράσιτα του δέρματος, καθαρίζοντάς του ακόμα και τα δόντια και το εσωτερικό του στόματος. Ο κ. ο ελόβιος (Crocodylus palustris) ζει στην Ασία, σε όλα τα εσωτερικά ύδατα, από την Ινδία έως τη χερσόνησο της Μαλάκα και την Ινδονησία. Ο κ. αυτός, ο οποίος παλαιότερα σε μερικές ινδικές περιοχές θεωρείτο ιερό ζώο, χαρακτηρίζεται από το μεγάλο ρύγχος του.
Στους ποταμόκολπους της νότιας Ασίας ζει ο θαλάσσιος κ. ο πορώδης (Crocodylus porosus) πού έχει μήκος έως 10 μ. και του οποίου το ρύγχος χαρακτηρίζεται από δύο οστέινα λοφία. Μερικές φορές ανοίγεται στο πέλαγος. Ο κ. ο αμερικανικός (Crocodylus acutus) δεν πρέπει να συγχέεται με τον καϊμάν (Caiman crocodilus)· ζει, όπως και ο τελευταίος, στις περιοχές της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής καθώς και των νησιών της Καραϊβικής, εισδύει όμως συχνά στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό. Έχει μακρύ ρύγχος, μεγαλύτερο από το διπλάσιο του πλάτους της βάσης. Ο κ. ο οστεόλαιμος ή κ. ο μαύρος (Osteolaemus tetraspis), τυπικός των δυτικών περιοχών της Αφρικής, μοιάζει με τους αλιγάτορες και τους καϊμάν, επειδή έχει κεφάλι βραχύ και πλατύ και οστεοποιημένες κοιλιακές φολίδες. Δεν ξεπερνά τα 2 μ. σε μήκος.

κροκοδείλια (crocodylia)
Η μόνη σύγχρονη τάξη της υφομοταξίας των αρχοσαυρίων, η οποία περιλάμβανε επίσης τους δεινόσαυρους και άλλα εξαφανισμένα ερπετά. Στα κ. ανήκουν μόνο λίγοι σύγχρονοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι έχουν προσαρμοστεί στην ημιυδρόβια ζωή, ενώ οι περισσότεροι ζουν στις τροπικές περιοχές. Η τάξη υποδιαιρείται σε τρεις οικογένειες: τους κροκοδειλίδες, τους αλιγατορίδες και τους γαβιαλίδες.